διάλογον

διάλογον
διάλογος
conversation
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσωποποιώ — προσωποποιῶ, έω, Ν ΜΑ [προσωποποιός) εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση αρχ. 1. μεσ. προσωποποιοῡμαι, έομαι ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο 2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» δραματοποιώ έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”